ὁριοδείκτης

ὁριοδείκτης
ὁριο-δείκτης, ου, ,
A = ὁριστής 1, AB287, BGU426.1 (ii/iii A.D.), PAmh.2.83.5 (iii/iv A.D.) :—hence [suff] ὁριο-δεικτέω, BGU983.17 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οριοδείκτης — ὁριοδείκτης, ὁ (Α) αυτός που υποδεικνύει ή καθορίζει τα όρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅριον + δείκτης (< δείκνυμι), πρβλ. ωρο δείκτης] …   Dictionary of Greek

  • ὁριοδεῖκται — ὁριοδείκτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριοδεικτία — ὁριοδεικτία, ἡ (Α) [οριοδείκτης] διοικητική αρμοδιότητα στην Αίγυπτο …   Dictionary of Greek

  • οριοδεικτώ — ὁριοδεικτῶ, έω (Α) [οριοδείκτης] υποδεικνύω, καθορίζω τα όρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”